- κατάλλαγμα
- κατάλλαγμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάλλαγμα — κατάλλαγμα, τὸ (AM) [καταλλάσσω] μσν. 1. ανταλλαγή 2. αντάλλαγμα αρχ. συμφιλίωση … Dictionary of Greek
καταλλάγματα — κατάλλαγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)